Σαν σήμερα, 11 Νοεμβρίου του 1990 πέθανε ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους σπουδαιότερους Ελληνες ποιητές

444

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990.

 

Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά Του 1909. Ημέρα σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονέμων. Των προλεταρίων όλης της Γης. Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνεςΝα θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της.

Την περίοδο της Κατοχής ο Γ. Ρίτσος πήρε ενεργό μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, ενώ μετά την απελευθέρωση, το 1948-1952, εξορίστηκε διαδοχικά στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη.

Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιείται μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ.

Το 1956 τύπωσε τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», για την οποία τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης, το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του «Επιτάφιου» από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1966 τυπώθηκε αυτοτελώς η «Ρωμιοσύνη» (πρώτη έκδοση το 1954), η οποία επίσης μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη.

Την περίοδο της Χούντας, συνελήφθη και εξορίστηκε και πάλι στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής, αλλά και λόγω της σοβαρής του ασθένειας, η Χούντα αναγκάστηκε να τον μεταφέρει από την εξορία θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970.

Μετά τη μεταπολίτευση έτυχε πλήθους διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό: Προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το 1975, τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» το 1977, κ.ά. Ο Γ. Ρίτσος παρέμεινε στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος έως την τελευταία του πνοή.

Επιτάφιος

 

Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο. Κάθε εποχής.

 

Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου πέρασε «μέσα στις φλέβες» των παλαιότερων γενιών. Εγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την «Ανάγκη». Την Ανάγκη καταπολέμησης του κακού.

 

Χειρόγραφα του «Επιταφίου»

Η ιστορία του «Επιταφίου»

Πρωτομαγιά του ’36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ’ όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη».

 

 

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

 

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

 

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» -«(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

 

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

 

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Οσο κι αν προσπάθησαν  να ξεστρατίσουν την Πρωτομαγιά, να σβηστεί η μνήμη των ηρώων της και να χαθεί και η μνημείωσή τους με τον «Επιτάφιο», δεν τα κατάφεραν, όπως τραγουδά και ο ποιητής διά στόματος της μάνας του Τάσου Τούση:

 

«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,

στο θώρι τους το θώρι σου μυριοζωγραφισμένο.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας».

Εργογραφία

Ποιήματα

«Τρακτέρ », (1934)

«Πυραμίδες», (1935)

«Επιτάφιος», (1936)

«Το τραγούδι της αδελφής μου», (1937)

«Εαρινή συμφωνία», (1938)

«Το εμβατήριο του ωκεανού», (1940)

«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», (1943)

«Δοκιμασία», (1943)

«Ο σύντροφός μας», (1945)

«Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», (1952)

«Αγρύπνια», (1954)

«Πρωινό άστρο», (1955)

«Η σονάτα του σεληνόφωτος», (1956)

«Χρονικό», (1957)

«Αποχαιρετισμός», (1957)

«Χειμερινή διαύγεια», (1957)

«Πέτρινος χρόνος», (1957)

«Οι γειτονιές του κόσμου», (1957)

«Οταν έρχεται ο ξένος», (1958)

«Ανυπόταχτη πολιτεία», (1958)

«Η αρχιτεκτονική των δέντρων», (1958)

«Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα», (1959)

«Υδρία », (1957)

«Το παράθυρο», (1960)

«Η γέφυρα», (1960)

«Ο Μαύρος Αγιος», (1961)

«Το νεκρό σπίτι», (1962)

«Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», (1962)

«Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», (1963)

«12 ποιήματα για τον Καβάφη», (1963)

«Μαρτυρίες Α», (1963)

«Παιχνίδια τ’ουρανού και του νερού», (1964)

«Φιλοκτήτης», (1965)

«Ρωμιοσύνη», (1966)

«Μαρτυρίες Β», (1966)

«Ορέστης», (1966)

«Όστραβα», (1967)

«Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», (1972)

«Η Ελένη», (1972)

«Χειρονομίες», (1972)

«Τέταρτη διάσταση», (1972)

«Η επιστροφή της Ιφιγένειας», (1972)

«Χρυσόθεμις», (1972)

«Ισμήνη», (1972)

«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», (1973)

«Διάδρομος και σκάλα», (1973)

«Γκραγκάντα», (1973)

«Σεπτήρια και Δαφνηφόρια», (1973)

«Ο αφανισμός της Μήλος», (1974)

«Υμνος και θρήνος για την Κύπρο», (1974)

«Καπνισμένο τσουκάλι», (1974)

«Κωδωνοστάσιο», (1974)

«Χάρτινα », (1974)

«Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», (1974)

«Η Κυρά των Αμπελιών», (1975)

«Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία», (1975)

«Τα επικαιρικά», (1975)

«Ημερολόγιο εξορίας», (1975)

«Μαντατοφόρες», (1975)

«Θυρωρείο», (1976)

«Το μακρινό», (1977)

«Γιγνεσθαι», (1977)

«Βολιδοσκόπος», (1978)

Τοιχοκολλητής, (1978)

Τροχονόμος, (1978)

Η Πύλη, (1978)

Το σώμα και το αίμα, (1978)

Μονεβασιώτισσες, (1978)

Το τερατώδες αριστούργημα, (1978)

Φαίδρα, (1978)

Λοιπόν;, (1978)

«Το ρόπτρο»,(1978)

Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα, (1978)

«Γραφή Τυφλού»,(1979)

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, (1980)

Διαφάνεια, (1980)

Πάροδος, (1980)

Μονόχορδα, (1980)

«Τα ερωτικά»,(1981)

Συντροφικά τραγούδια, (1981)

Υπόκωφα, (1982)

Μονοβασιά, (1982)

Το χορικό των σφουγγαράδων, (1983)

Τειρεσίας, (1983)

Με το σκούντημα του αγκώνα, (1984)

Ταναγραίες, (1984)

«Ανταποκρίσεις», (1987)

3Χ111 Τρίστιχα, (1987)

Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα, (1991)

Συλλογές

«Ποιήματα – Α τόμος», (1961)

«Ποιήματα – Β τόμος», (1961)

«12 ποιήματα για τον Καβάφη», (1963)

«Μαρτυρίες – Σειρά 1η», (1963)

«Ποιήματα – Γ τόμος», (1964)

«Μαρτυρίες – Σειρά 2η», (1966)

«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», (1973)

«Ποιήματα – Δ τόμος», (1975)

Θεατρικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα », (1942)

«Πέρα απ’τον ίσκιο των κυπαρισσιών», (1947)

«Τα ραβδιά των τυφλών», (1959)

«Ο λόφος με το συντριβάνι»

Μεταφράσεις

«Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα», (1957)

«Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης», (1961)

«Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα», (1963)

«Μαγιακόφσκι: Ποιήματα», (1964)

«Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου και ο κόσμος», (1965)

«Ιλία ‘Ερεμπουργκ: Το δέντρο», (1966)

«Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα», (1966)

«Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», (1966)

«Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος», (1966)

«Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα», (1976)

«Φ.Φαριάντ: Ονειρα με χαρταετούς και περιστέρια», (1988)

«Χο τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής»

Ταξιδιωτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ενωση», (1956)

«Ιταλικό τρίπτυχο», (1982)

Μεταφράσεις του έργου του

Εκτεταμένη ποιητική απόδοση των έργων του Ρίτσου έχει εκδοθεί (δίγλωσση) στην περσική γλώσσα από τον Πέρση ποιητή Φερεϊντούν Φαριάντ, φίλο του Ρίτσου, που πήρε για την εργασία του αυτή το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2006.

Πώς ο Κατράκης διέσωσε τα ποιήματα του Ρίτσου στην εξορία της Μακρονήσου

 

Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μάνος Κατράκης εξόριστοι στη Μακρόνησο. 1949-1950.

Οι δύο άντρες στη Μακρόνησο βρίσκονταν στον ίδιο «κλωβό», δηλαδή στο ίδιο συγκρότημα σκηνών. Ανέπτυξαν αμέσως μια μεγάλη φιλία. Κάποια στιγμή, ο Ρίτσος με τον Κατράκη έμειναν μαζί στην ίδια σκηνή. Κατά διαστήματα όμως, χωρίζονταν, διότι ο Ρίτσος ήταν καταβεβλημένος από τη φυματίωση και έμπαινε συχνά στο νοσοκομείο. Ο Κατράκης είχε εντυπωσιαστεί από το πάθος του Ρίτσου για τη γραφή.

Στην βιογραφία του σημείωνε: «Θυμάμαι με συγκίνηση το πάθος του για το γράψιμο. Πάθος που, βέβαια, δεν τον άφησε ποτέ. Ξύπναγε το πρωί, άπλωνε το ένα χέρι δεξιά, το άλλο αριστερά, έπιανε μολύβι και χαρτί, ανασηκωνόταν λιγάκι και άρχιζε να γράφει. Έγραφε… Έγραφε… Έγραφε… Έσκιζε, ξαναέγραφε, χωρίς να πιει καφέ, χωρίς τίποτα». Ο μεγάλος ηθοποιός θυμάται ακόμη: «Σηκωνόμουν εγώ να του κάνω ένα καφεδάκι κι αυτός εκεί να γράφει, παρόλο που δεν ήταν πολύ καλά. Είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες. Καμιά φορά, όταν μπορούσα, πήγαινα και του μάζευα κανένα χορταράκι να του το βράσω, να πιει το ζουμί του που ήταν δυναμωτικό».

Οι διώκτες τους, τους αποκαλούσαν αμετανόητους και τους έστελναν στα ξερονήσια για «αναμόρφωση». Εκεί τους βασάνιζαν, τους εκβίαζαν και τους έκαναν ψυχολογικό πόλεμο, με σκοπό να τους αναγκάσουν να υπογράψουν δήλωση με την οποία θα αποκήρυσσαν τις ιδέες τους.

Όταν ήρθε η σειρά των δύο ανδρών, ο Ρίτσος φοβήθηκε ότι θα έβρισκαν τα ποιήματά του και θα τα έσκιζαν. Τότε, ο Κατράκης μαζί με τον επίσης εξόριστο ηθοποιό Γιώργο Γιολάση, σκέφτηκαν να κρύψουν τα ποιήματα μέσα σε μπουκάλια. Τα έβαλαν σε κουβά, τα σκέπασαν με πανί και είπαν ότι πάνε να μαζέψουν χόρτα.

Ο Κατράκης πίστευε ότι έπρεπε να το ρισκάρουν και να περάσουν μπροστά από τους στρατιώτες για να μη φανούν ύποπτοι. Ο Γιολάσης είχε αντίθετη άποψη.

Στη βιογραφία του ο Κατράκης αναφέρει: «Είχαμε έναν καβγά με τον Γιολάση, γιατί εγώ τράβαγα προς το φυλάκιο. Εκείνος έλεγε ότι θα μας δουν και μου φώναζε ότι είμαι τρελός. Εγώ πάλι πίστευα ότι, αφού μας βλέπανε σχεδόν κάτω από τη μύτη τους, δε θα υποψιαζόντουσαν.»

Έτσι, ο Κατράκης με τον Γιολάση έκαναν ότι μάζευαν χόρτα με το μαχαίρι και παράλληλα έσκαβαν ένα μικρό λάκκο, όπου έβαλαν τα μπουκάλια με τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.

Αργότερα, λίγο πριν στείλουν τον Κατράκη στον Άη-Στράτη, τα ξέθαψε και τα πήρε μαζί του χωρίς να τον καταλάβει κανείς.

Τα ποιήματα αυτά είχαν γραφτεί τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949 και έγιναν γνωστά ως «Μακρονησιώτικα» ή αλλιώς «Πέτρινος Χρόνος».